Θα ήταν πλεονασμός από πλευράς μας να τονίσουμε εκτενώς το πόσο σημαντικές θεωρούμε τέτοιου είδους παρεμβάσεις, ειδικά όταν αυτές πραγματοποιούνται μέσω του συνδυασμού δυνάμεων διαφορετικών συλλογικοτήτων, όπως η συνέλευση ανέργων/ εργαζομένων στην κοινωφελή εργασία και στα προγράμματα ΟΑΕΔ/ΕΣΠΑ, των άνεργων από τις γειτονιές της Αθήνας, του ΣΩ.Β.Α., σωματείων, συνελεύσεων εργαζομένων/ανέργων και συνελεύσεων γειτονιών.
Μαζί με τους παραπάνω, πολιτικές ομάδες αλλά και μεμονωμένα άτομα -που συμμετείχαν στην παρέμβαση μέσω της σχετικής προπαγάνδισης που είχαμε πραγματοποιήσει το προηγούμενο διάστημα σε διαφορετικά καταστήματα του ΟΑΕΔ- συγκεντρωθήκαμε την Πέμπτη 27/2/14 στα γραφεία της Κεντρικής Διοίκησης του ΟΑΕΔ στον Άλιμο, προκειμένου, με αφορμή τα προγράμματα στην κοινωφελή εργασία, να διαμαρτυρηθούμε για το νέο μοντέλο του ανακυκλώσιμου εργαζομένου/ανέργου που επιχειρείται να παγιωθεί από το κράτος. Η ανταπόκριση στο κάλεσμα ήταν, κατά την άποψή μας, πολύ θετική και η πολυάριθμη παρουσία των παρευρισκομένων δυναμική -με πανό, συνθήματα και μαχητική διάθεση.
Όμως, και παρά το γεγονός ότι οι συνθήκες για μια παρέμβαση με πολύ δυναμικό χαρακτήρα ήταν εξαιρετικά θετικές, θεωρούμε ότι η ευκαιρία αυτή χάθηκε στο πλαίσιο μιας -όπως εξελίχθηκε στη συνέχεια- απογοητευτικής διαδικασίας που δυστυχώς εξελίχθηκε σε διαπραγματευτική/συνδικαλιστική και όχι πολιτική.
Ο προϊστάμενος γραμματέας της διοίκησης Σ. Γκούνης, αντιμέτωπος με δεκάδες εργαζομένους και ανέργους, αποφάσισε να παίξει το ρόλο του “καλού”, “ευαίσθητου” και γεμάτου κατανόηση κρατικού υπαλλήλου. Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε υψηλόβαθμους δημόσιους υπαλλήλους να παίζουν αυτό το ρόλο. Είναι αυτοί και αυτές που κάθε φορά με ύφος δήθεν αθώο και ενοχικό μας λένε “εγώ παιδιά είμαι μαζί σας, τη δουλειά μου κάνω”. Είναι αυτοί και αυτές που μας χαμογελούν φιλικά και μας καλούν να κάτσουμε μαζί τους να κουβεντιάσουμε, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους ότι αν η κατάσταση ζορίσει, μπορούν πάντα να καλέσουν τους μπάτσους για να τους προστατεύσουν. Είναι αυτοί και αυτές που ανέκαθεν επιχειρούν να μας παραμυθιάσουν με τζίφρες, σφραγίδες και δήθεν “επίσημα” χαρτιά, με υποσχέσεις ότι θα μεταφέρουν στον πολιτικό τους προϊστάμενο τα αιτήματά μας, με βλέμμα όλο κατανόηση για αυτό που βιώνουμε. Και την επόμενη μέρα που εμείς δε θα είμαστε εκεί, οι ίδιοι ευαίσθητοι, καλοσυνάτοι και φιλικοί κρατικοί υπάλληλοι θα συνυπογράψουν άλλη μια απόφαση σε βάρος μας, θα σιωπήσουν και πάλι όταν χιλιάδες άνεργοι θα προστεθούν στους ήδη υπάρχοντες χωρίς επίδομα και χωρίς ασφάλιση, θα σκύψουν το κεφάλι και θα σφυρίξουν αδιάφορα όταν πολλές και πολλοί από εμάς θα διαγραφούν από τα μητρώα ανέργων επειδή αρνούνται να κάνουν οποιαδήποτε “δουλίτσα” θέλουν τα αφεντικά.
Όμως η οσκαρικών προδιαγραφών ερμηνεία του Σ. Γκούνη και της κουστωδίας του στην παρέμβαση της 27/2 έπιασε τόπο. Τα πολιτικά αιτήματα παραμερίστηκαν από την περιπτωσιολογία και την προσωπική υπόθεση του καθενός. Μεγάλο μέρος της διαδικασίας αναλώθηκε στη “σωστή” επαναδιατύπωση της εγκυκλίου για τη διαγραφή των ανέργων σε περίπτωση άρνησης θέσης σε πρόγραμμα κοινωφελούς εργασίας, σε συζήτηση φιλολογικού περιεχομένου για κόμματα, τελείες και σωστή χρήση της ελληνικής. Οι επανειλημμένες προσπάθειες μελών όχι μόνο της συλλογικότητάς μας αλλά και άλλων να βάλουμε δυναμικά στο τραπέζι τα πολιτικά μας αιτήματα, απέβησαν άκαρπες.
Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να διευκρινίσουμε το εξής: σε καμία περίπτωση δε θεωρούμε ήσσονος σημασίας τις προσωπικές υποθέσεις όλων όσων παλεύουμε με τρόπο συλλογικό, οριζόντιο και αδιαμεσολάβητο -το αντίθετο. Όμως αυτές αποτελούν απλά την κορυφή του παγόβουνου ως προς τα πολιτικά ζητήματα που πρέπει να αναδειχθούν και κάλλιστα μπορεί να λειτουργήσουν αποπροσανατολιστικά σε αντίστοιχες παρεμβάσεις. Μπορεί να αποδυναμώσoυν το μαχητικό χαρακτήρα της παρέμβασης και ακυρώνουν (σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό) την πολιτική της στόχευση.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ρόλος του κρατικού υπάλληλου ως καλόβολου εξυπηρετητή των αδύναμων, εκπληρώθηκε σε απόλυτο βαθμό. Ταυτόχρονα, οι παρευρίσκοντες-αιτούντες ίσως αποκόμισαν την ψευδή αίσθηση ότι εκείνη τη μέρα κάναμε αυτό που έπρεπε και ότι όλα πήγαν καλά -γεγονός όμως που, κατά την άποψή μας, δεν ισχύει.
Όπως έχουμε υποστηρίξει ξανά σε εισηγήσεις, μπροσούρες και κείμενά μας, τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας και τα αντίστοιχά τους δεν αποτελούν μεμονωμένες, “κακές στιγμές” στο πλαίσιο της κρίσης. Δεν είναι καλά ή κακά ανάλογα με το αν παίρνουμε τα ψίχουλα που είναι να πάρουμε στην ώρα μας ή αν δουλεύουμε σε θέσεις “ανάλογα με τα προσόντα μας”. Αυτού του είδους τα προγράμματα αποτελούν προεικόνιση του μοντέλου εργασίας που μας περιμένει όλους και όλες στο -μάλλον άμεσο- μέλλον, γι’ αυτό και είναι θεμελιώδες μας αίτημα η άμεση κατάργησή τους. Και αυτό το αίτημα είναι βαθύτατα πολιτικό ακριβώς γιατί συνδέεται με την άρνησή μας να δεχτούμε στωϊκά και ήσυχα την πραγματικότητα που ετοιμάζουν για εμάς τα αφεντικά. Αντίστοιχα, όταν απαιτούμε επίδομα ανεργίας και πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους τους ανέργους για όλο το διάστημα της ανεργίας, δεν το κάνουμε μόνο επειδή πολλοί/ές από εμάς δεν έχουμε ασφάλιση και δεν παίρνουμε κάποιου είδους επίδομα (οπότε αν έχει αίσιο τέλος η δική μας υπόθεση, θα είμαστε ευχαριστημένοι/ες), αλλά επειδή αντιλαμβανόμαστε πολύ καλά ότι ο καπιταλισμός μας αντιμετωπίζει ως περιττό βάρος, ως φύρα που συστηματικά πρέπει να εκλείψει -και εμείς δεν πρόκειται να τους κάνουμε τη χάρη.
Ακριβώς λοιπόν επειδή το διακύβευμα των καιρών έχει να κάνει κυριολεκτικά με τους όρους ύπαρξής (ή μη ύπαρξής) μας, αρνούμαστε να μπούμε σε οποιαδήποτε διαδικασία περιπτωσιολογικής και συνδικαλιστικής διαπραγμάτευσης με κρατικούς υπαλλήλους. Αντ’ αυτού θεωρούμε ότι όσες και όσοι παλεύουμε για τα δικαιώματα των ανέργων και των εργαζομένων, όσοι και όσες έχουμε αντιληφθεί τις πραγματικές προθέσεις του κράτους και των αφεντικών, θα πρέπει να προτάσσουμε αιτήματα πολιτικά που θεωρούμε αδιαπραγμάτευτα και που αποτελούν το μόνο τρόπο να διασφαλίσουμε και τα επί μέρους. Κι αυτό γιατί η ίδια μας η ύπαρξη και οι όροι με τους οποίους θέλουμε να υπάρχουμε είναι αδιαπραγμάτευτοι και δεν πρόκειται ν’ αφήσουμε κανέναν να μας τους υπαγορεύσει ή να μας σερβίρει την ψευδαίσθηση ότι “κάτι θα κάνουμε για την υπόθεσή σας” -οι μόνοι που μπορούμε να κάνουμε κάτι για την υπόθεσή μας, είμαστε εμείς.
Βάσει λοιπόν αυτής της λογικής θα συνεχίσουμε να είμαστε στο δρόμο. Θα συνεχίσουμε να παλεύουμε για τη συνδιοργάνωση παρεμβάσεων και δράσεων και να συνευρισκόμαστε με άλλες συλλογικότητες που μοιράζονται τους προβληματισμούς και τους πολιτικούς μας στόχους. Ταυτόχρονα όμως θα συνεχίσουμε ν’ ασκούμε γόνιμη κριτική και να αναστοχαζόμαστε τα αποτελέσματα της δράσης μας, ακριβώς γιατί ως πολιτικά υποκείμενα μπορούμε και πρέπει να το κάνουμε.
Άνεργοι/Άνεργες από τις Γειτονιές της Αθήνας, Μάρτιος 2014