Αξημέρωτα ακόμη κι ο Μίλτος παλεύει, ως συνήθως, να ανοίξει αυτό το ξεχαρβαλωμένο ντουλάπι της κουζίνας, εκεί που αποθηκεύει τα σύνεργα για τον πρωινό ελληνικό. Φτύνει ένα γαμοσταυρίδι και με μια απότομη κίνηση καταφέρνει να ξεφρακάρει το πορτάκι και να φτάσει επιτέλους σε καφέ, ζάχαρη και γκαζάκι.
Πάνε ήδη οκτώ μήνες στην ανεργία αλλά το χούι του πρωινού ξυπνήματος δε λέει να κοπεί. Πώς να κοπεί άλλωστε ύστερα από δεκαπέντε συναπτά έτη στην πρωινή βάρδια του εργοστασίου παραγωγής και τυποποίησης αλλαντικών HAM-farm , στα βορειανατολικά της Αττικής.
Το επιτοίχιο στρογγυλό σαραβαλάκι, που εκτελεί χρέη ρολογιού λέει 5:17 και ο βαρύς γλυκός φουσκώνει μυρωδάτος καθώς ψήνεται αργά. Ο Μίλτος τον χαζεύει κι ανάβει το πρώτο τσιγάρο.
Φουσκώνει κι αυτός και … ανάβει καθώς αναπολεί εκείνη την καταραμένη Παρασκευή που του ανακοινώθηκε ξαφνικά η απόλυση.
«Κύριε Ελευθεριάδη θα ήθελα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως παρακαλώ» του είπε ο νεότατος σε ηλικία CEO της εταιρίας, ο οποίος βέβαια σπανιότατα εμφανιζόταν στο χώρο παραγωγής του εργοστασίου. Άλλωστε τα νεόδμητα γραφεία της εταιρίας στέγαζαν πλέον τα στελέχη της HAM-farm σε μια υπερπολυτελή, ογκώδη γυάλα της Λ. Κηφισίας.
«Θύμιο, το νου σου στην κορδέλα φόρτωσης του χοιρινού» φώναξε στον κολλητό του, αφήνοντας το πόστο του για να ακολουθήσει ένα άλλο χοιρινό που διέθετε όμως πολύ τουπέ και φορούσε Armani.
«Κύριε Ελευθεριάδη», ξεκίνησε το ακριβό κοστούμι, «είστε αν όχι ο παλαιότερος πάντως ένας εκ των παλαιοτέρων και ικανοτέρων εργατών του εργοστασίου μας , η πρόοδος του οποίου οφείλεται και στην καθοριστική συμβολή σας για διάστημα που ξεπερνά μάλιστα τη μία δεκαετία!».
«Γεμάτη τσιριμόνιες και φιόγκους η εισαγωγή», μονολόγησε σιωπηλά ο Μίλτος, «όπου να ναι έρχονται και τα δυστυχώς».
«Δυστυχώς όμως, όπως αντιλαμβάνεσθε, και σ’ αυτό συμβάλλουν οι κρίσιμες οικονομικές συνθήκες της εποχής, η εταιρία μας οφείλει να προβεί σε αναγκαίες περικοπές και εξορθολογισμό των δαπανών της, προβαίνοντας και σε περικοπές προσωπικού»
«Τόμπολα!!!», συνέχισε τον εσωτερικό μονόλογο του.
«Κάηκα γαμώ το!» Η πρώτη ρουφηξιά καφέ τον επανέφερε σε ενεστώτα χρόνο. Τον έκανε να ξεχάσει προσωρινά το πρόσωπο του Γενικού που τον έστειλε σπίτι του μια ώρα αρχύτερα να παλεύει με το ΙΚΑ και το χαρτοβασίλειό του, μπας και τα φέρει βόλτα να βγει σε σύνταξη, έστω και μειωμένη.
«Πώς τα κατάφερα έτσι, ο μαλάκας, σαράντα χρόνια δουλειάς και να παρακαλάω για μια ψωροσύνταξη. Ας όψεται η οικοδομή και τα καλά αφεντικά μου όταν ήμουν πιτσιρικάς»
Τα ένσημα ήταν είδος πολυτελείας και περιττή παροχή για τους εργολάβους στα τέλη του ΄70 και μιας και το μεροκάματο ήταν τότε εύκολο οι οικοδόμοι και ιδιαίτερα οι νεαροί δεν έδιναν δεκάρα για να εξασφαλίσουν τα γεράματά τους. Τσέπη γεμάτη και αντριλίκι στις γκόμενες αρκούσαν για να την περνάς κουφέτο.
Ο Μίλτος άναψε το δεύτερο τσιγάρο, ακολουθώντας πιστά τις επιταγές για ένα πλήρες ελληνικό πρωινό και πάτησε το κουμπί της τηλεόρασης.
«…η σχολή του Σικάγο και ο “πατριάρχης” της νομπελίστας οικονομολόγος ήταν οι θεμελιωτές του συστήματος που στην εποχή μας έχει επικρατήσει ως νεοφιλελευθερισμός και ουσιαστικά πρεσβεύει τη μηδενική παρέμβαση του κράτους στην οικονομική ζωή της χώρας και την αυτορρύθμιση των αγορών…»
«Άλλο ένα ντοκιμαντέρ στο Σκάι ,μάλιστα τα πιάσαμε τα λεφτά μας», είπε βαριεστημένα .
Αναπόλησε το τελευταίο μπάρκο που είχε κάνει, λίγο πριν τρυπώσει στη HAM-farm και γίνει ένας καθώς πρέπει νοικοκυραίος των δυτικών προαστίων, όνειρο της πρώην συζύγου και της πεθεράς, με διαμέρισμα “γαζωμένο” από σποτ και με πλαστική καρέκλα του γύφτου στο μπαλκόνι. Σύμβολα ,αμφότερα, της μικροαστικής ευημερίας και του κοινωνικού status.
«Αχ αυτός ο τροπικός του Αιγόκερω, οι ωκεανοί, το νανουριστικό σουέλ, τα σφιχτά σοκολατί μπούτια…» ονειροπόλησε φωναχτά.
«Ο νομπελίστας οικονομολόγος και οι συν αυτώ υπήρξαν οι μέντορες των κυβερνήσεων Θάτσερ και Ρέιγκαν και βέβαια ουδείς πλέον διαφωνεί για τον καταλυτικό τους ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής των δικτατοριών Πινοσέτ στη Χιλή και Βιντέλα στην Αργεντινή». Ο Σκάι το χαβά του. . .
«Ρε συ πως γίναμε έτσι…, παλιά οι τσέπες ήταν συνήθως άδειες αλλά οι αγκαλιές ήταν γεμάτες, τα σπίτια ήταν χαμηλά αλλά τα όνειρα τρύπαγαν το ζενίθ, η δουλεία ήταν δουλειά, λέρωνες τα χέρια σου και ίδρωνες και δεν βουρλιζόσουν βιδωμένος σ’ ένα γραφείο μ’ έναν πνίχτη στο λαιμό. …ακόμη κι αυτός ο ρημαδοκαφές πιο νόστιμος μου φαίνεται πως ήταν»
Ο Μίλτος συνομιλούσε ασυναίσθητα με το συμπαθητικό παρουσιαστή του ντοκιμαντέρ, ο οποίος αίφνης και αφού είχε ολοκληρώσει τον επίλογό του, αγνοώντας καταφανώς το παραλήρημα του Μίλτου, τον καληνύχτιζε χαμογελαστός.
Το breakfast είχε μόλις ολοκληρωθεί. Καιρός για ανασύνταξη δυνάμεων , προετοιμασία δικαιολογητικών και επίσκεψη στο ΙΚΑ της γειτονιάς.
Ο Ελευθεριάδης σηκώθηκε βαριεστημένα να πλύνει την κούπα αλλά πλησιάζοντας το νεροχύτη κοντοστάθηκε, έστριψε προς την οθόνη της TV όπου οι τίτλοι τέλους έπεφταν γοργά.
«Πώς τον είπαμε αυτόν το πούστη τον οικονομολόγο;» ρώτησε το κενό.
Κάτι οικείο του θύμισε το όνομα που είχε ασυναίσθητα ακροαστεί λίγο νωρίτερα…
«Ζητείστε HAM-farm, το πρώτο σε πωλήσεις παριζάκι στην Ελλάδα…» του απάντησε το χαζοκούτι.